υπομαρτυρώ

υπομαρτυρώ
-έω, ΜΑ [μαρτυρῶ]
μσν.
1. υποδηλώνω, φανερώνω κάτι με έμμεσο τρόπο
2. υπογράφω ως μάρτυρας
αρχ.
παθ. ὑπομαρτυροῡμαι, -έομαι
πιστοποιούμαι, βεβαιώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”